Στα μάτια των χωριατόπαιδων που
έρχονταν για πρώτη φορά στο «Σαψί» για να δώσουν εισαγωγικές εξετάσεις στο
Γυμνάσιο, τη δεκαετία του πενήντα, η ταπεινή Πολίχνη φάνταζε σαν πολιτεία
λαμπεή. Τέσσερα μεγάλα Εμπορικά (Σπ. Κηπουρού, Σκοπιανού, Ζαμπογιάννη, αδελφών
Νάνου), ένα πλήθος διαφόρων καταστημάτων ένδυσης, υπόδησης, επίπλων, ηλεκτρικών
ειδών κ.λ.π., τέσσερα περίπτερα (Κουσίδη, Πέτρογλου, Τσοφίδη, Σπαθιάδη),
μαγέρικα, καφενεία, αρτοποιεία, πρακτορείο εφημερίδων, βιβλιοπωλεία, ιατρεία,
φαρμακείo, κρεοπωλεία,
δύο ταξί (Ν. Τσιρίδη, Τατσίνα) κι ακόμα Δημόσιο Ταμείο, Τράπεζες, Ταχυδρομείο,
Ειρηνοδικείο, Κινηματογράφος, γήπεδο ποδοσφαίρου, όλ’ αυτά και άλλα ακόμα, τους
προκαλούσαν βαθειά εντύπωση, γιατί ήταν γι αυτούς πράγματα πρωτόγνωρα.

Εκείνοι όμως που έδιναν τον ιδιαίτερο
τόνο σ’ αυτό το «πανηγύρι» ήταν οι κάθε λογής μικροπωλητές, είτε αυτοί
κινούνταν ανάμεσα στο πλήθος είτε στέκονταν πίσω απ’ τον πάγκο τους:
Λαχειοπώλες, κουλουράδες, πωλητές σάμαλι ή αναψυκτικών κι άλλοι, είχαν βρει ο
καθείς έναν ιδιαίτερο τρόπο να διαλαλούν τα προϊόντα τους μ’ ένα δικό τους σλόγκαν!
Εκείνος, του οποίου η φωνή κυριαρχούσε απ’ άκρη σ’ άκρη του δρόμου αλλά και στα
πέριξ ήταν ο γερο Πορτοκάλης, πατέρας του κυρ Θανάση, που με φωνή στεντόρια
διαλαλούσε την ποιότητα των αναψυκτικών που πουλούσε, στον πάγκο που έστηνε
απέναντι απ’ το κρεοπωλείο του Τζανίδη: «Καρλί μπουζού…» φώναζε κι αμέσως μετά
επεξηγούσε για τους μη γνωρίζοντες την τουρκική: «κρύο μπούζι…».

Αξέχαστη σε όλους η μορφή του.
Απ’ τους μικροπωλητές που κινούνταν
ανάμεσα στο πλήθος, την παράσταση έκλεβαν δύο ψιλόλιγνοι μεσήλικες Ρομά, όχι
λόγω παρουσιαστικού αλλά κυρίως εξαιτίας των πραγμάτων που εμπορεύονταν. Ο ένας
πουλούσε τσακμακόπετρες απευθυνόμενος μεγαλόφωνα προς το καταναλωτικό κοινό
δίγλωσσα: «Δέκα τσακμακόπετρες ένα φράγκο». «Ον τσακμάκτασι μπιρ φραγκ». Ο
άλλος κρατούσε στο ένα χέρι ένα μάτσο συρματάκια σαν ηλεκτρόδια και φώναζε κάτι
ακόμα και τώρα αδιευκρίνιστο για όσους δεν κατέχουν την τουρκική γλώσσα κάτι
σαν «Ο Τουρού να κλαρινάρ»!
Πέρα απ’ το γεγονός ότι
προσέδιδαν μια γραφικότητα στο όλο σκηνικό, εντούτοις προκαλούσε απορία πώς
«κοτζάμ άνδρες» κατ’ όψιν λογικοί, περίμεναν χαϊρι και προκοπή από τέτοιο
εμπόριο!

Πολύ ιδιαίτερες ήταν οι σκηνές
και πολύ ενδιαφέροντα όσα διαδραματίζονταν στ’ Αλώνια. Το θέαμα ήταν πράγματι
εντυπωσιακό! Εκατοντάδες ήταν τα ζώα, μεγάλα και μικρά, που έφερναν οι κάτοικοι
των γύρω χωριών, με σκοπό να τα πουλήσουν. Στο χώρο που ήταν για πώληση τα
συμπαθή τετράποδα, τα γαϊδουράκια, πρωταγωνιστούσαν οι Ρομά, επί το πλείστον,
ζωέμποροι, οι Εσέκ Τσαμπάσηδες. Ήταν πολύ ιδιαίτερος ο τρόπος που κοίταζαν τα
δόντια των ζώων και το πώς δοκίμαζαν τις δυνατότητές τους καβαλικεύοντάς τα
πισωκάπουλα χωρίς το σαμάρι. Κι ύστερα, αν η δοκιμή τους ικανοποιούσε, έπιαναν
το χέρι του ιδιοκτήτη, σχεδόν με το ζόρι, το κουνούσαν σαν σε χειραψία πάνω
κάτω και με φράσεις όπως «άντε μπε, χαϊρ ολσούν» προσπαθούσαν να ολοκληρώσουν
τη συμφωνία.
Αυτά και άλλα που συνέβαιναν στο
παζάρι των Σαπών εκείνα τα χρόνια, στις δεκαετίες του πενήντα και του εξήντα,
για τους σημερινούς νέους μπορεί να μη λένε τίποτα. Για μας όμως, που τα
ζήσαμε, έχουν τη σημασία τους, γιατί αποτελούν κομμάτι της ζωής μας απ’ τα πιο
όμορφα και σημαντικά.
Δημήτρης Κυριακάκης
Συνταξιούχος δάσκαλος καταγόμενος από Συκοράχη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου